ακουσματικός

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

ἀκουσματικός, -ή, -ὸν (AM) ἄκουσμα
1. ο πρόθυμος να ακούει
2. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἀκουσματικοί
οι δόκιμοι μαθητές της σχολής του Πυθαγόρα, οι ακροατές της απόκρυφης διδασκαλίας του.