πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
ἀκουσματικός, -ή, -ὸν (AM) ἄκουσμα1. ο πρόθυμος να ακούει2. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἀκουσματικοίοι δόκιμοι μαθητές της σχολής του Πυθαγόρα, οι ακροατές της απόκρυφης διδασκαλίας του.