ακουσματικός
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
Greek Monolingual
ἀκουσματικός, -ή, -ὸν (AM) ἄκουσμα
1. ο πρόθυμος να ακούει
2. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἀκουσματικοί
οι δόκιμοι μαθητές της σχολής του Πυθαγόρα, οι ακροατές της απόκρυφης διδασκαλίας του.