ἀκουσματικός
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
English (LSJ)
ἀκουσματική, ἀκουσματικόν, lit. eager to hear: οἱ ἀκουσματικοί = probationers in the school of Pythagoras, Iamb. VP 18.81, etc.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
subst. οἱ ἀ. los admitidos solamente a escuchar grado inferior en la escuela pitagórica, op. a los μαθηματικοί Porph.VP 37
•como partidarios de la doctrina de Hípaso, Iambl.VP 81.
German (Pape)
[Seite 78] Zuhörer, Schüler des Pythagoras, Iamblich.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκουσματικός: -ή, -όν, θέλων ἢ πρόθυμος νὰ ἀκούσῃ: οἱ ἀκουσματικοί, οἱ δόκιμοι ἐν τῇ Σχολῇ τοῦ Πυθαγόρου, Κλήμ. Ἀλ. 246.
Greek Monolingual
ἀκουσματικός, -ή, -ὸν (AM) ἄκουσμα
1. ο πρόθυμος να ακούει
2. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἀκουσματικοί
οι δόκιμοι μαθητές της σχολής του Πυθαγόρα, οι ακροατές της απόκρυφης διδασκαλίας του.