ἀκουσματικός

From LSJ

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκουσματικός Medium diacritics: ἀκουσματικός Low diacritics: ακουσματικός Capitals: ΑΚΟΥΣΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: akousmatikós Transliteration B: akousmatikos Transliteration C: akousmatikos Beta Code: a)kousmatiko/s

English (LSJ)

ἀκουσματική, ἀκουσματικόν, lit. eager to hear: οἱ ἀκουσματικοί = probationers in the school of Pythagoras, Iamb. VP 18.81, etc.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
subst. οἱ ἀ. los admitidos solamente a escuchar grado inferior en la escuela pitagórica, op. a los μαθηματικοί Porph.VP 37
como partidarios de la doctrina de Hípaso, Iambl.VP 81.

German (Pape)

[Seite 78] Zuhörer, Schüler des Pythagoras, Iamblich.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκουσματικός: -ή, -όν, θέλων ἢ πρόθυμος νὰ ἀκούσῃ: οἱ ἀκουσματικοί, οἱ δόκιμοι ἐν τῇ Σχολῇ τοῦ Πυθαγόρου, Κλήμ. Ἀλ. 246.

Greek Monolingual

ἀκουσματικός, -ή, -ὸν (AM) ἄκουσμα
1. ο πρόθυμος να ακούει
2. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἀκουσματικοί
οι δόκιμοι μαθητές της σχολής του Πυθαγόρα, οι ακροατές της απόκρυφης διδασκαλίας του.