Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ακροβολιστής

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241

Greek Monolingual

ο (Α ἀκροβολιστής) ἀκροβολίζομαι
νεοελλ.
στρατιώτης (πεζός ή ιππέας) που μετέχει σε ακροβολιστική διάταξη
η γραμμή τών ακροβολιστών λέγεται και αλυσίδα ακροβολιστών
αρχ.
1. αυτός που μάχεται, που βάλλει από μακριά
2. έφιππος τοξότης ή ακοντιστής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκροβολίζομαι.
ΠΑΡ. ακροβολιστικός].