ακρομόλυβδος
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
ἀκρομόλυβδος, -ον (Α)
αυτός που έχει μολύβι στην άκρη
«ἀκρομόλυβδον δίκτυον» (Ανθ. Παλ. 6, 30).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + μόλυβδος.