σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
-ές (Α ἀκτινοειδής)αυτός που έχει σχήμα ακτίνας, ο όμοιος με ακτίνα, ακτινωτόςαρχ.λαμπρός.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκτὶς (-ίνα) + -εἰδὴς < εἶδος.