ακτοφύλακας

From LSJ

ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society

Source

Greek Monolingual

(και ακτοφύλαξ, -ακος), ο
1. φύλακας, φρουρός της ακτής
2. αυτός που ανήκει στη δύναμη της ακτοφυλακής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακτή + φύλακας].