αλέπιστος

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀλέπιστος, -ον) λεπίζω
νεοελλ.-αρχ.
αυτός που δεν έχει λέπια
νεοελλ.
αυτός που δεν του αφαιρέθηκαν τα λέπια
2. αυτός που δεν του αφαιρέθηκε η φλούδα
μσν.
(για τη λινοκαλάμη) αλανάριστος, ακαθάριστος.