Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
το (Α ἀλήθευμα) ἀληθεύω
1. ο αληθινός, όχι πλαστός ή ψεύτικος λόγος, η αλήθεια
2. αυτό που υπάρχει πραγματικά, η πραγματικότητα.