αλατένιος

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source

Greek Monolingual

-ια, -ιο αλάτι
1. ο καμωμένος από αλάτι, αλάτινος
2. ο πολύ αρμυρός.