αλευροποίηση

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

η (Τροφ. Τεχνολ.)
η πρώτη μετατροπή του σπόρου σιτηρών ή και οσπρίων με μηχανικά μέσα σε αλεύρι. Επιτυγχάνεται με ειδική κατεργασία τών σπόρων που συνίσταται σε θρυμματισμό και κονιοποίηση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο όρος από το αλευροποιώ].