κονιοποίηση
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
η
μέθοδος μετατροπής στερεού σώματος σε σκόνη με τρίψιμο, κοπάνισμα ή άλεσμα, η λειοτρίβιση («μηχανή κονιοποιήσεως»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κονιοποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. κονιοποίησις, μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγελου Βλάχου].