αλιπλήξ
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
Greek Monolingual
ἁλιπλήξ (-ῆγος), ο, η (Α)
ο ἁλίπληκτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (< ἅλς) + -πληξ < πλήσσω «χτυπώ»].