αλισφακόμηλο

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source

Greek Monolingual

το
1. το αλισφακάκι
2. η αλισφακιά (πρβλ. και φασκόμηλο).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλίσφακας + μήλο].