αλοσαχνιάζω

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source

Greek Monolingual

αλοσάχνη
(στο γ' ενικό πρόσωπο) αλοσαχνιάζει
επικάθεται λεπτό στρώμα από αλάτι.