Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αλπινιστής

From LSJ
Menander, fragment 761

Greek Monolingual

ο (θηλ. -ίστρια)
1. αυτός που επιδίδεται στον αλπινισμό, ο ορειβάτης
2. στη στρατιωτική γλώσσα στον πληθυντικό αλπινιστές.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μεταφορά στα Ελληνικά του γαλλ. alpiniste].