αλωνάκι

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source

Greek Monolingual

το αλώνι
1. μικρό αλώνι
2. μικρός επίπεδος χώρος σε κατηφοριά ή στο μέσον μιας σκάλας
3. (Λαογρ.) ονομασία διαφόρων ομαδικών παιχνιδιών.