αλωνάκι

From LSJ

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286

Greek Monolingual

το αλώνι
1. μικρό αλώνι
2. μικρός επίπεδος χώρος σε κατηφοριά ή στο μέσον μιας σκάλας
3. (Λαογρ.) ονομασία διαφόρων ομαδικών παιχνιδιών.