αμάζωχτος

From LSJ

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389

Greek Monolingual

-η, -ο
βλ. αμάζευτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + μαζωχτός < μαζώχνω, παράλλ. τ. του ρήμ. μαζώνω].