Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false
-η, -οβλ. αμάζευτος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + μαζωχτός < μαζώχνω, παράλλ. τ. του ρήμ. μαζώνω].