αμάχη

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

η
1. έχθρα, μίσος, απέχθεια, εμπάθεια
2. το αμάχι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- προθετ. + αρχ. μάχη πιθ. με επίδραση του αντιθέτου αγάπη.
ΠΑΡ. αμαχεύω].