αμαξηλάτης

From LSJ

Ἥδιστόν ἐστιν τῶν ὑπαρχόντων κρατεῖν → Opes tenere, non teneri opibus iuvat → Am besten hast du jede Lage fest im Griff | Am liebsten Herr sein über das Vorhandene

Menander, Monostichoi, 206

Greek Monolingual

και αμαξελάτης, ο (Μ ἁμαξηλάτης)
αυτός που οδηγεί άμαξα, ο αμαξάς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅμαξα + -ελάτης < ἐλαύνω, με επίδραση του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» που έδωσε το -η-(-λάτης) του ΄β συνθετικού].