αμαξιά

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

η
1. φορτίο που χωράει ή μεταφέρεται σε μία μόνο άμαξα
2. διαδρομή φορτηγού αμαξιού από τον τόπο φόρτωσης μέχρι τον τόπο εκφόρτωσης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμάξι + παραγ. κατάλ. –ιά].