αμετάθετος

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀμετάθετος, -ον) μετατίθημι
αυτός που δεν μεταβάλλει θέση, που δεν μετατοπίζεται, και αυτός που δεν είναι δυνατόν να μετατοπιστεί, αμετακίνητος, σταθερός
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το αμετάθετο.