Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
ἀμευσίπορος, -ον (Α)αυτός, στον οποίο διασταυρώνονται οι δρόμοι.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄμευσι- (< ἀμεύομαι) + πόρος.