Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
ἀμφίκειμαι (Α) κεῖμαι
1. κείμαι γύρω ή επάνω σε κάτι
2. συσσωρεύομαι, στιβάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + κεῖμαι.