αμφίκειμαι

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227

Greek Monolingual

ἀμφίκειμαι (Α) κεῖμαι
1. κείμαι γύρω ή επάνω σε κάτι
2. συσσωρεύομαι, στιβάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + κεῖμαι.