αμφιθάλαμος

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

ἀμφιθάλαμος, ο (Α)
δωμάτιο του γυναικωνίτη απέναντι από τον θάλαμο τών ανδρών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + θάλαμος.