τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
ἀμφιτέμνω (Α)αποχωρίζω και περικυκλώνω, αποκόπτω, περικόπτω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + τέμνω.