αμφιφαής

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source

Greek Monolingual

ἀμφιφαής, -ές (ΑΜ)
μσν.
ο λαμπερός από όλες τις πλευρές
αρχ.
ο ορατός από παντού ή πάντοτε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -φαὴς < φάος.