ανάκλιντρο

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source

Greek Monolingual

το (Α ἀνάκλιντρον) ἀνακλίνω
πλατύ αναπαυτικό κάθισμα, στο οποίο μπορεί κανείς να καθήσει ή και να ξαπλώσει. Τα ανάκλιντρα ήταν πολύ συνηθισμένα στους αρχαίους, αλλά και σήμερα με τις κοινές ονομασίες «καναπές», «σοφάς», «ντιβάνι».