σοφάς

From LSJ

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. χαμηλός καναπές ή κρεβάτι με παχύ στρώμα
2. μικρή ξύλινη εξέδρα στο εσωτερικό οικίας, που χρησιμεύει για κατάκλιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sofa < αραβ. suffah «μακρύς πάγκος»].