σοφάς

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

ο, Ν
1. χαμηλός καναπές ή κρεβάτι με παχύ στρώμα
2. μικρή ξύλινη εξέδρα στο εσωτερικό οικίας, που χρησιμεύει για κατάκλιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sofa < αραβ. suffah «μακρύς πάγκος»].