ανάμβατος

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531

Greek Monolingual

ἀνάμβατος, -ον (Α)
(για άλογα) αυτός που δεν μπορεί να τον ιππεύσει κανείς, αδάμαστος, ατίθασος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν-στερ. + ἀμβατός < ἀναβαίνω, ποιητ. τ. αντί ἀναβατός) «αυτός, τον οποίο μπορεί κάποιος να ανεβεί»].