ανάμιξη
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
Greek Monolingual
η (Α ἀνάμιξις) ἀναμείγνυμι
1. μίξη, συγχώνευση, ανακάτεμα
2. (για πρόσωπα) επιμιξία, συγχρωτισμός
3. σαρκική μίξη, συνουσία
νεοελλ.
1. συμμετοχή
2. παρέμβαση, επέμβαση.