ανέγκαιρος

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο
1. πρόσφατος
2. αχρησιμοποίητος, καινούργιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + έγκαιρος].
(II)
-η, -ο έγκαιρος
1. αυτός που δεν έγινε έγκαιρα
2. αυτός που άργησε να φθάσει, καθυστερημένος.