ανέσωστος

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ο μη σωστός, λειψός
2. αδύνατος, ασθενικός
3. άσωστος, αστείρευτος
4. αυτός που δεν μπορείς να τον σώσεις, να τον φθάσεις.