ανήμπορος
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
-η, -ο
1. αδύναμος, ασθενικός
2. φτωχός
3. ακατόρθωτος, απραγματοποίητος.