ανήμπορος
From LSJ
Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αδύναμος, ασθενικός
2. φτωχός
3. ακατόρθωτος, απραγματοποίητος.
Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
-η, -ο
1. αδύναμος, ασθενικός
2. φτωχός
3. ακατόρθωτος, απραγματοποίητος.