αναδιάρθρωση
From LSJ
Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger
Greek Monolingual
η
αναδιαρθρώ η εκ νέου διάρθρωση, ο εκ νέου καθορισμός της λειτουργίας ορισμένων υπηρεσιών ή προγραμματισμού δραστηριοτήτων.