διάρθρωση
From LSJ
η (AM διάρθρωσις, -εως)
1. η συναρμογή τών μελών του σώματος
2. κλείδωση, άρθρωση του σώματος
3. (για φωνή) ευκρινής άρθρωση, καθαρή προφορά
νεοελλ.
1. η σύνδεση τών στοιχείων ενός συνόλου
2. διάταξη ύλης κατά λογική ή αισθητική ακολουθία
αρχ.
φρ. «διάρθρωσις λόγου» — ευκρίνεια, σαφήνεια.