διάρθρωση

From LSJ

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370

Greek Monolingual

η (AM διάρθρωσις, -εως)
1. η συναρμογή τών μελών του σώματος
2. κλείδωση, άρθρωση του σώματος
3. (για φωνή) ευκρινής άρθρωση, καθαρή προφορά
νεοελλ.
1. η σύνδεση τών στοιχείων ενός συνόλου
2. διάταξη ύλης κατά λογική ή αισθητική ακολουθία
αρχ.
φρ. «διάρθρωσις λόγου» — ευκρίνεια, σαφήνεια.