αναδιάρθρωση

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

η
αναδιαρθρώ η εκ νέου διάρθρωση, ο εκ νέου καθορισμός της λειτουργίας ορισμένων υπηρεσιών ή προγραμματισμού δραστηριοτήτων.