ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow
(-έω) (Α ἀναθαρρῶ και -θαρσώ) ξαναπαίρνω θάρρος, εμψυχώνομαιαρχ.δίνω θάρρος, ενθαρρύνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + θαρρῶ, θαρσῶ.ΠΑΡ. αναθάρρηση(-ις)αρχ.-μσν.ἀνα-θάρσησις.