αναθορυβώ

From LSJ

ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)

Source

Greek Monolingual

(-έω) (Α ἀναθορυβῶ) θορυβῶ
κάνω θόρυβο, επιδοκιμάζω κάτι θορυβωδώς, επικροτώ κραυγάζοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + θορυβῶ].