αναιρεσείων
From LSJ
οὐδεὶς ἔστη παρὰ τῷ λέοντι ἡμᾶς φοβήσαντι → no one stood near the lion because it had frightened us
οὐδεὶς ἔστη παρὰ τῷ λέοντι ἡμᾶς φοβήσαντι → no one stood near the lion because it had frightened us
(-οντος), -ον αυτός που ζητεί αναίρεση, ακύρωση δικαστικής αποφάσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αναιρεσ-, αναιρέσω, μέλλ. του ρ. αναιρώ. Η λ. απαντά για πρὠτη φορά στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].