αναιρεσείων

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531

Greek Monolingual

(-οντος), -ον αυτός που ζητεί αναίρεση, ακύρωση δικαστικής αποφάσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αναιρεσ-, αναιρέσω, μέλλ. του ρ. αναιρώ. Η λ. απαντά για πρὠτη φορά στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].