ανακαθιστός
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
Greek Monolingual
-ή, -ό ανακαθίζω
1. ανακαθισμένος, πλαγιαστός με το κορμί όρθιο και τα πόδια απλωμένα
2. ως ουσ. ο ανακαθιστός
χορός με δύο χορευτές αντιμέτωπους που ανακαθίζουν.