ανακατάταξη

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source

Greek Monolingual

η
1. η εκ νέου κατάταξη, πληρέστερη και ακριβέστερη κατάταξη
2. εθελοντική εκ νέου κατάταξη στον στρατό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακατατάσσω.
ΠΑΡ. ανακατατάξιμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].