ανακοινώσιμος

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που μπορεί ή αξίζει να ανακοινωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακοίνωση(-ις). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα «Εφημερίς»].