ανακύμανση

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

Greek Monolingual

η ανακυμαίνω
1. έγερση κυμάτων, κυματισμός
2. πρόκληση αλλεπάλληλων πτώσεων και υψώσεων χρηματιστηριακών αξιών.