αναμάσηση

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source

Greek Monolingual

η
συνεχές μάσημα ή ξαναμάσημα της τροφής, μηρυκασμός.