μάσημα
From LSJ
Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen
English (LSJ)
[μᾰ], ατος, τό, something to chew, quid, Antiph.244, Thphr. HP4.8.4.
German (Pape)
[Seite 97] τό, auch μάσσημα geschrieben, das Gekau'te, Theophr.; ὡς μάσημα ταῖς γνάθοις ἔχω, Antiphan. bei Ath. I, 8 c, daß ich Etwas zu kauen habe.
Greek (Liddell-Scott)
μάσημα: τό, κἄτι τι πρὸς μάσησιν, Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 24, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 4· καὶ μάσησις, εως, ἡ, τὸ μασᾶσθαι ἢ ἐσθίειν, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 9, 3.
Greek Monolingual
το (AM μάσημα) μασώ
τροφή, φαγητό
νεοελλ.
1. η μάσηση
2. οικονομική απομύζηση
μσν.
δερμάτινο εξάρτημα που τοποθετείται στο στόμα του αλόγου, ενστόμισμα.