μάσημα

From LSJ

Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen

Menander, Monostichoi, 69
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰ́σημα Medium diacritics: μάσημα Low diacritics: μάσημα Capitals: ΜΑΣΗΜΑ
Transliteration A: másēma Transliteration B: masēma Transliteration C: masima Beta Code: ma/shma

English (LSJ)

[μᾰ], ατος, τό, something to chew, quid, Antiph.244, Thphr. HP4.8.4.

German (Pape)

[Seite 97] τό, auch μάσσημα geschrieben, das Gekau'te, Theophr.; ὡς μάσημα ταῖς γνάθοις ἔχω, Antiphan. bei Ath. I, 8 c, daß ich Etwas zu kauen habe.

Greek (Liddell-Scott)

μάσημα: τό, κἄτι τι πρὸς μάσησιν, Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 24, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 4· καὶ μάσησις, εως, ἡ, τὸ μασᾶσθαι ἢ ἐσθίειν, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 9, 3.

Greek Monolingual

το (AM μάσημα) μασώ
τροφή, φαγητό
νεοελλ.
1. η μάσηση
2. οικονομική απομύζηση
μσν.
δερμάτινο εξάρτημα που τοποθετείται στο στόμα του αλόγου, ενστόμισμα.