αναποιώ
From LSJ
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
Greek Monolingual
ἀναποιῶ (-έω) (ΑΜ)
μσν.
επισκευάζω, διορθώνω, μεταποιώ
αρχ.
1. παρασκευάζω
2. ανακατεύω (πρβλ. αναπιάνω, 3).